- δημαρχιλίκι
- belediye başkanlığı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
-λίκι — και ιλίκι και ίκι κατάλ. αφηρημένων ουσ. τής Νεοελληνικής που δηλώνουν ιδιότητα συχνά με μειωτική σημασιολογική χροιά. Η κατάλ. προήλθε από δάνεια από την Τουρκική (κατάλ. lik), π.χ. μερακ λίκι. Η κατάλ. εμφανίζεται σπανιότερα και με τη μορφή ίκι … Dictionary of Greek
αρχοντιλίκι — το η αρχοντιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχοντας + (κατάλ.) ιλίκι* (πρβλ. δημαρχιλίκι, προεδριλίκι, υπουργιλίκι)] … Dictionary of Greek